- σκιεροῦ
- σκιερόςshadymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιερότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σκιερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιερός. Η λ., στον λόγιο τ. σκιερότης, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη] … Dictionary of Greek